πρόβλαστος

πρόβλαστος
πρόβλαστος, , epith. of Dionysus, Lyc.577 (ἐπεί, ὅταν βλαστάνωσιν αἱ ἄμπελοι . . , θύουσιν αὐτῷ, Sch.).
II f.l. for πρωΐβλαστος, q.v.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόβλαστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβλαστος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που βλαστάνει πρώτος ή πριν από κάτι άλλο ή αυτός που βλαστάνει πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βλαστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”